καθαλόμενος

καθαλόμενος
καθάλλομαι
leap down
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθάλλομαι — (Α) 1. πηδώ κάτω («καθαλόμενος ἀπὸ τοῡ ἵππου», Ξεν.) 2. (για θύελλα) ορμώ προς τα κάτω, κατεβαίνω, ξεσπώ («ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει», Ομ. Ιλ.) 3. ιατρ. έχω συστολές, συσπάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άλλομαι «πηδώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”